φωταγωγῷ

φωταγωγῷ
φωταγωγός
magical process of drawing down supernatural illumination
masc/fem/neut dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φωταγωγώ — φωταγωγῶ, έω, ΝΜΑ [φωταγωγός] φωτίζω με άπλετο φως, καταυγάζω μσν. αρχ. εκκλ. μτφ. παρέχω ψυχικό και πνευματικό φωτισμό («σταυρὸς ἀναλάμψας ἐφωταγώγησε», Αθανάσ.) αρχ. (για αστέρα) οδηγώ κάποιον με εκπομπή φωτός …   Dictionary of Greek

  • φωταγωγώ — φωταγωγώ, φωταγώγησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φωταγωγώ — φωταγώγησα, φωταγωγήθηκα, φωταγωγημένος, μτβ., φωτίζω με πολλά φώτα, καταφωτίζω, καταυγάζω: Το βράδυ φωταγωγήθηκε το κάστρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωταγώγηση — η, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού φωταγωγώ, φωτισμός με πολλά φώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωταγωγώ. Η λ., στον λόγιο τ. φωταγώγησις, μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολη …   Dictionary of Greek

  • φωταγωγητός — όν, Μ [φωταγωγῶ] γεμάτος φως, ολόφωτος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”